- συνέμπτωσις
- -ώσεως, ἡ, ΜΑ [συνεμπίπτω]σύμπτωση («ἤ οὖν ἐπίτηδες... ἤ συνέμπτωσις Σοφοκλεῑ καὶ Εὐριπίδῃ ἐγένετο», σχόλ. Αριστοφ.)αρχ.(στη γραμματική) ομοιότητα τύπου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνέμπτωσις — formal coincidence fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεμπτώσει — συνέμπτωσις formal coincidence fem nom/voc/acc dual (attic epic) συνεμπτώσεϊ , συνέμπτωσις formal coincidence fem dat sg (epic) συνέμπτωσις formal coincidence fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεμπτώσεις — συνέμπτωσις formal coincidence fem nom/voc pl (attic epic) συνέμπτωσις formal coincidence fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέμπτωσιν — συνέμπτωσις formal coincidence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισυνέμπτωσις — ἐπισυνέμπτωσις, ή (Μ) η ομοιοκαταληξία τών λέξεων και η επαλληλία τών συμφώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + συνέμπτωσις «σύμπτωση μέτρων, τύπων»] … Dictionary of Greek
σύμπτωση — η / σύμπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω] αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. το να συμπίπτει κάτι με… … Dictionary of Greek
ՅԱՆԳՈՒՄՆ — (գման.) NBH 2 0324 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c, 11c, 13c գ. ՅԱՆԳՈՒՄՆ կամ ՅԱՆԿՈՒՄՆ. λῆξις, κατάληξις , πέρας, συμπέρασμα, συνεμπτώσις, ἁπάρτησις terminatio, terminus, consummatio, cessatio, quies, finis, conclusio. Յանգիլն. յանգ. աւարտ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
συνεμπτώσεων — συνεμπτώσεω̆ν , συνέμπτωσις formal coincidence fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεμπτώσεως — συνεμπτώσεω̆ς , συνέμπτωσις formal coincidence fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)